- μολύβδαινα
- η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη)1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού κτίστηνεοελλ.καθένα από τα μολύβδινα τεμάχια, βαρίδια, που προσαρμόζονται στη βάση τών διχτιών για ερματισμό, για να δίνουν βάροςαρχ.1. (στη γυμναστική) η μολύβδινη σφαίρα που έριχναν οι γυμναζόμενοι αθλητές με τα χέρια («ὁ δὲ μολυβδαίνας χερμαδίους ἀράγδην ἔχων ἐχειροβόλει», Λουκιαν.)2. μεταλλική ουσία, πιθ. ο θειικός μόλυβδος3. είδος πολυετούς ποώδους φαρμακευτικού φυτού, η μολύβδαινα η ευρωπαϊκή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -αινα (πρβλ. άκ-αινα, τρί-αινα)].
Dictionary of Greek. 2013.